-
1 τοξεύω
A shoot with the bow, τινος at a mark, Il.23.855;πάντες, ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant. 1034
; alsoτ. ἐπὶ σκοποῦ Pl.Sis. 391a
;ἐς ἀλλήλους Hdt.1.214
, cf. X.Cyr.3.3.66;κατά τινων Luc.Pisc.7
(metaph.); ἐς χωρίον, ἐς τὰ γυμνά, Hdt.8.128, Th.3.23;ἐπ' ἐκεῖνο Luc.Cal.15
(metaph.);πρὸς τὸν οὐρανόν Hdt.4.94
: metaph.,τοξεύσασα τῆς εὐδοξίας E.Tr. 643
, cf. Ion 1411: abs., use the bow, Hdt.1.136; by an arrow,Id.
3.74, cf. Ar. Av. 1187, Th.4.48, etc.; καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας having shot too high, S.OT 1197 (lyr.); εὔστοχα or ἄσκοπα τ. with good or no aim, Luc. Nigr.36, Tox.62.II c. acc. objecti, shoot or hit with an arrow, X.An.4.2.12;θηρίον Id.Cyr.1.2.10
; :—[voice] Pass., to be struck by an arrow, Th.3.98, X.An.1.8.20, 4.1.18, Dsc.3.32.2 metaph.,Ἔρως ἐτόξευσ' αὐτόν E.Tr. 255
; is aimed at,Id.
Fr. 850.3 c. acc. rei, shoot from a bow, metaph., discharge, send forth,τ. ὕμνους Pi.I.2.3
;γλῶσσα τοξεύσασα μὴ τὰ καίρια A.Supp. 446
; ταῦτα νοῦς ἐτόξευσεν μάτην hath shot these arrows in vain, E.Hec. 603:—[voice] Pass., .
См. также в других словарях:
τοξεύω — ΝΜΑ [τόξον] 1. ρίχνω με το τόξο 2. συνεκδ. χτυπώ, τραυματίζω κάποιον με βέλος («τοξεύειν ἔλαφον», Αριστοτ.) 3. (γενικά) εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω (α. «τοξεύειν ὕμνους», Πίνδ. β. «ταῡτα νοῡς ἐτόξευσεν μάτην», Ευρ.) αρχ. 1. βάλλω εναντίον… … Dictionary of Greek